επιτηρώ — επιτηρώ, επιτήρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιτηρώ — (AM ἐπιτηρῶ, έω) [τηρώ] νεοελλ. επιβλέπω, εποπτεύω μσν. προσέχω, προστατεύω κάποιον αρχ. μσν. 1. παραμονεύω, καιροφυλακτώ 2. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ αρχ. 1. επιθεωρώ, εποπτεύω, διοικώ 2. προσπαθώ ν’ ανακαλύψω κάτι («σὺ δ’ ἐπιτήρει τὸ βλάβος»… … Dictionary of Greek
επιτηρώ — επιτήρησα, επιτηρήθηκα, επιτηρημένος, μτβ., παρατηρώ με προσοχή, επιβλέπω, προσέχω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
ORARIUM — vox medii aevi ab ora extremitatem vestium denotat, seu limbum, qui orae attexitur: ab ore, peplum designat, infulamque illam, quae involvit et aperit ora seu vultum, ut habet Ioh. de Ianua. Vide Salmas. ad Vopisc. loc. cit. Proprie vero sic… … Hofmann J. Lexicon universale
Αρκτούρος — (Αστρον.). Αστέρας μεγάλου μεγέθους, o λαμπρότερος του αστερισμού του Βοώτη (α του Βοώτη). Η φαινομενική του λαμπρότητα οφείλεται ουσιαστικά σε δύο λόγους: είναι αστέρας γίγας, με διάμετρο περίπου τριάντα φορές μεγαλύτερη από τη διάμετρο του… … Dictionary of Greek
αγρυπνώ — [Α ἀγρυπνῶ ( έω)] 1. δεν μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα, μένω άγρυπνος, ξενυχτώ 2. προσέχω, επιτηρώ, φροντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγρυπνος. ΠΑΡ. αρχ. ἀγρυπνητικός νεοελλ. αγρύπνημα, αγρυπνητής] … Dictionary of Greek
αιγιπάστας — ο λέξη τής Μυκηναϊκής που σημαίνει «ποιμένας», «γιδοβοσκός» (ai ki pa ta). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + *πάστας < ρ. *πάταμι (πρβλ. ρ. πα πτ αίνω, «βλέπω προσεκτικά, επιτηρώ»)] … Dictionary of Greek
αλληλεπιβλέπομαι — και αλληλο επιτηρούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν επιτηρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επιβλέπω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
αλληλεπιτηρούμαι — ( έομαι) και αλληλο επιτηρούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν επιτηρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επιτηρούμαι] … Dictionary of Greek